Ολοκληρώνοντας το βιβλίο του Azad Cudi με τίτλο «Long Shot, My life as a sniper in the fight against ISIS» δε μπορώ παρά να σας μεταφέρω τις εντυπώσεις και τις σκέψεις μου, διότι πρόκειται για ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον πνευματικό προϊόν το οποίο έχει γραφτεί βάσει πραγματικών εμπειριών από μία από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις σε μια από τις πιο αιματοβαμμένες περιοχές του Πλανήτη…
Το βιβλίο είναι γραμμένο στα αγγλικά και μέχρι στιγμής έχει μεταφραστεί σε- αν θυμάμαι καλά- 5 γλώσσες (την έκδοση σε αμερικάνικα αγγλικά δε την μετράω ως επιπλέον γλώσσα αν και μάλλον θα έπρεπε!). Τα αγγλικά του συγγραφέα είναι πολύ καλά για κάποιον κουρδικής καταγωγής γεννημένο το 1983 ο οποίος διέφυγε από το Ιράν και μέσω Ιράκ, Τουρκίας, Ελλάδας, λοιπών Βαλκανίων και κεντρικής Ευρώπης βρέθηκε στο Leeds της Αγγλίας σε ηλικία 18 ετών, έχοντας ως μοναδική βάση τα αγγλικά που διδάχθηκε στο δημοτικό!
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στη Συρία, έφυγε από την Αγγλία και μετακόμισε στη Σουηδία για να εργαστεί σε κουρδικό ΜΜΕ, μέχρι που δεν μπόρεσε κι εκείνος, να αντισταθεί στο κάλεσμα της άγριας φύσης της… μέσης Ανατολής. Όταν ολοκληρώθηκε η πολεμική περιπέτειά του σε αυτήν την τόσο ταραγμενη περιοχή του πλανήτη, μπόρεσε ως άλλος Τζακ Λόντον να μας αφήσει την… προσωπική του αυτοβιογραφία.
Και είναι μια σημαντική αυτοβιογραφική ιστορία για μια πλειάδα λόγων. Πρώτος και ίσως σημαντικότερος από πλευράς πολιτικής είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο γραμμένο στα αγγλικά στο οποίο αναφέρονται, οι δυσκολίες και οι αδικίες που έχουν υποστεί οι Κούρδοι από τα καθεστώτα των τεσσάρων κρατών στα οποία μοιράζονται τα εδάφη του Κουρδιστάν.
Σχηματίζεται λοιπόν άλλη μία νησίδα στον ωκεανό της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπου αποτυπώνονται τα εγκλήματα τόσο της Τουρκίας γενικότερα όσο και του καθεστώτος Ερντογάν ειδικότερα. Για τα εγκλήματα του Σαντάμ και του γειτονικού του Ιράν, γνωρίζαμε ήδη. Τα δυτικά ΜΜΕ είχαν φροντίσει να δώσουν στο φως και στοιχεία των όσων συνέβαιναν στη Συρία, όχι λόγω συμπάθειας προς τους Κούρδους αλλά λόγω απέχθειας και πολιτικής αντιπαράθεσης με το καθεστώς Άσσαντ. Ο Ερντογάν όμως, λόγω συμφερόντων παρέμενε- και σε μεγάλο βαθμό παραμένει- στο απυρόβλητο. Κι ενώ ένα βιβλίο όπως κι ένας κούκος, δε φέρνει την άνοιξη, εντούτοις αποτελεί μία πολύ θετική εξέλιξη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κατά κάποιον τρόπο επιχειρείται μια απενοχοποίηση της δράσης του ΡΚΚ. Ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφορεί στην Ευρώπη, με τέτοιο περιεχόμενο θα είχε, πριν 20 χρόνια, κερδίσει εισιτήριο απλής διαδρομής στο πρώτο δρομολόγιο για την πυρά! Σήμερα, εκδίδεται και κυκλοφορεί στις κυρίαρχες γλώσσες της δυτικής Ευρώπης και όχι μόνο.
Το βιβλίο όπως προείπαμε είναι καλογραμμένο και ο συγγραφέας επιχειρεί ένα δύσκολο ομολογουμένως ταξίδι μεταξύ της μαρτυρικής πόλης του Κομπάνι και τις μάχες που δόθηκαν εκεί και του δικού του παρελθόντος το οποίο τον έφερε μαχητή με τους Κούρδους ελεύθερους σκοπευτές στο Κομπάνι. Οι πιο παρατηρητικοί θα δουν μια προσπάθεια παραλληλισμού της πορείας της ζωής του συγγραφέα με την πορεία του Κομπάνι, το οποίο επέζησε του ολέθρου του πολέμου και στέκεται στο μικρό κομμάτι γης που του αναλογεί για να μας διηγηθεί την αναντίρρητα γενναία ιστορία του.
Ο συγγραφέας μεταπίπτει από μια κατάσταση περιγραφής της υπαρκτής πραγματικότητας σε μία αποτύπωση της ψυχολογίας του μαχητή κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Αυτό που περιγράφει μάλιστα, γίνεται αρκετά «σκοτεινό» σε ορισμένα σημεία, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται κατά πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να παραμείνει άνθρωπος στη δίνη ενός πολέμου.
Σε πιο, «του κλάδου μας» στοιχεία, ο συγγραφέας, σε αντίθεση με πολλά βιβλία που κυκλοφορούν κάνει μια μικρή αναφορά στις βασικές τεχνικές της σκόπευσης και της σκοποβολής μεγάλων αποστάσεων. Τα κενά που αφήνει όμως είναι μεγάλα με αποτέλεσμα να αναρωτιέται ο «υποψιασμένος» αναγνώστης, αν αυτά τα διδάχθηκε στο κέντρο εκπαίδευσης του YPG ή τα διάβασε στο internet κατόπιν εορτής.
Υποπίπτει και αυτός στην παρερμηνεία του δυτικού 5.56 και ανατολικού 7.62 λέγοντας λανθασμένα [κατ’εμέ] ότι το 5.56 σχεδιάστηκε για να τραυματίζει ώστε να μετατρέπει έναν στόχο σε πολλαπλούς, όταν οι σύντροφοι θα πάνε να μαζέψουν τον τραυματία (και δε θα σκοτώσει κανέναν αλλά θα δώσει πολλή δουλειά στο υγειονομικό γιατί θα χει δημιουργήσει πολλούς τραυματίες αλλά κανέναν θάνατο…)
Είναι πράγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ΑΚ που κυκλοφορούν σε αυτά τα μέρη είναι κλώνοι του -47, ενώ το μοντέλο αυτό έχει αντικατασταθεί από το -74 (πολύ περισσότερα από απλός αναγραμματισμός!) εδώ και δεκαετίες. Προφανώς τα όπλα τα οποία αντικαθίσταντο δεν κατέληγαν σε διαλυτήρια αλλά σε αποθήκες και στη μαύρη αγορά…
Όπως περιγράφει τις επιχειρήσεις του κουρδικού παραστρατιωτικού YPG (και του γυναικείου ασφαλώς YPJ) ο συγγραφέας, μας δίνει να καταλάβουμε ότι το δόγμα χρήσης τους ήταν να υποστηρίζουν με καλυπτικά πυρά τις μονάδες πεζικού. Χωρίς να είναι οργανικά ενταγμένοι σε αυτές αλλά δρώντας βάσει των διαταγών από ένα ανώτερο κλιμάκιο. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει DMR αλλά sharpshooter, όπως μας είχε δώσει να καταλάβουμε και ο desert sniper Ed Nash.
Επιπλέον, το σύστημα καταμέτρησης kills θυμίζει λίγο τη μέθοδο της Reggia Aeronautica στον πόλεμο του 40… Από την Τρίτη μέρα η ΕΒΑ θα έπρεπε να είχε ξεμείνει, όχι μόνο από αεροπλάνα αλλά κι από πλοία (που δεν είχε!). Από τους αρχικά 18 «ελεύθερους σκοπευτές» οι 5 με τον υψηλότερο αριθμό επιτυχιών, φέρονται να σκότωσαν λίγο περισσότεροι από 1500 ισλαμιστές του ISIS. Να σημειώσουμε τη σημαντική συμβολή των γυναικών του YPJ σε αυτή τη μάχη, ανεξαρτήτως πραγματικού αριθμού kills καθώς 3/5 ήταν γυναίκες. Είναι επίσης άξιος προσοχής ο τρόπος που καταγράφονται οι απώλειες των Κούρδων… Επαναλαμβάνει ο συγγραφέας ότι λίγες εκατοντάδες Κούρδοι αντιστάθηκαν, οι τζιχαντιστές σκότωσαν χιλιάδες αλλά οι λίγοι που απέμειναν κράτησαν… Μάλλον κάτι δεν πάει καλά με τα μαθηματικά μου!
Είναι όμως ένα εξαιρετικό πόνημα ώστε ο κάθε τυχοδιώκτης και δήθεν πολεμοχαρής κομάντο του πληκτρολογίου να αντιληφθεί τις δυσκολίες του να βρίσκεσαι σε πόλεμο, τις φρίκες των αχαρτογράφητων ναρκοπεδίων, τον πόνο του να χάνεις συντρόφους. Είναι επίσης ένα θαυμάσιο βιβλίο για όλους όσους θέλουν να μελετήσουν τις προκλήσεις του αγώνα εντός αστικών περιοχών. Όχι διότι θα κληθεί κάποιος από μας να εκτελέσει χρέη εσωτερικής ασφάλειας αλλά διότι ο κόσμος μας πλέον αστικοποιείται. Σκεφτείτε, αντί για το Κομπάνι να ήταν η Ξάνθη ή η Αλεξανδρούπολη (οι διαφορές είναι χαοτικές αλλά σκεφτείτε την αναλογία και προσπεράστε τις διαφορές και είμαι βέβαιος θα καταλάβετε τι εννοώ). Σε ακόμη πιο… τραγική ανάγνωση του παραλληλισμού, σκεφτείτε τη Ρόδο, να έχουν καταληφθεί τα δωδεκάνησα αλλά το κεντρικότερο νησί, με την παλιά πόλη μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO να τελεί υπό πολιορκία και να αρνείται να πέσει…
Σκεφτείτε πόσα θα πρέπει να διδαχθούμε για έναν ακόμη, πολύ σοβαρό λόγο… Οι Τούρκοι έχουν ήδη πολεμήσει εναντίον ΚΑΙ αυτών των μαχητών και έχουν διδαχθεί κάποια πράγματα. Αν κι εφόσον απαιτηθεί, εκείνοι έχουν κάποιες γνώσεις ώστε να εφαρμόσουν και μέτρα και αντίμετρα!
Ιδιαίτερη εντύπωση επίσης προκαλεί η προσκόλληση, σε βαθμό σχεδόν εμμονικό, στο δίκαιο του αγώνα του κουρδικού λαού. Ως ένα βαθμό μπορεί να γίνει κατανοητό καθώς ο συγγραφέας προσπαθεί να αναγάγει το Κομπάνι σε ένα σύγχρονο Στάλινγκραντ στο οποίο οι δυνάμεις του Καλού, αποτέλεσαν τον κυματοθραύστη ενάντια στην επελαύνουσα θάλασσα του Κακού.
Το δίκαιο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όμως όπως πολύ σωστά έχει πει ο ευφυέστατος Bertrand Russell, «war doesn’t determine who is right, only who is left». Η ανωτερότητα μιας φιλοσοφίας δεν μπορεί στο πεδίο της μάχης να αντισταθμίσει την υπεροχή σε έμψυχο υλικό, σε πυροβολικό, σε τακτικές, σε οτιδήποτε γείρει την πλάστιγγα υπερ του ενός ή του άλλου. Δε μπορώ να δεχτώ ότι ο ναζισμός ήταν ανώτερη θεώρηση μέχρι το 42 και ξαφνικά κάτι άλλξε και ο κομμουνισμός μαζί με την αγάπη για τη μητέρα Πατρίδα έγιναν ισχυρότερες! Στη Σαλαμίνα δε νίκησαν οι Έλληνες επειδή αντιμάχονταν τον περσικό σκοταδισμό. Και στις Θερμοπύλες δεν ηττήθηκαν οι Σπαρτιάτες επειδή το ηθικό των Περσών ήταν ανώτερο!
Κατά τη δική μου κοσμοθεωρία, το Κομπάνι μπορεί να θεωρηθεί ίσως και ανώτερο σε σημασία από το Στάλινγκραντ αλλά αυτή είναι προσωπική μου εκτίμηση. Αυτό που διαφωνούμε κάθετα με τον συγγραφέα- καθώς εκείνος δεν το αναφέρει σχεδόν πουθενά- είναι το πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη αεροπορικής υπεροχής ή κυριαρχίας και πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε η στήριξη από τις δυτικές δυνάμεις προς τους Κούρδους. Είναι σχεδόν δεδομένο ότι αν σε ένα, εντελώς στρεβλό και τόσο διεστραμμένο που δε θα μπορούσε να είναι παράλληλο, σύμπαν ο ISIS είχε τους συμμάχους μαζί του, οι όποιοι επιζώντες Κούρδοι ακόμη θα μάζευαν συντρόφους με το κουταλάκι του γλυκού.
Και επανέρχομαι στην πολιτική θεωρία του ΡΚΚ την οποία προσπαθεί ο συγγραφέας να αναπτύξει, υποπτεύομαι, με μια διάθεση να γίνει αρεστή στους δυτικοευρωπαίους οι οποίοι θα διαβάσουν το βιβλίο, ευελπιστώντας ίσως σε ένα φιλοκουρδικό ρεύμα το οποίο θα μπορέσει να αναγάγει τον Οτσαλάν στον Κούρδο Μαντέλα. Ο συγγραφέας προσπαθεί με απλή γλώσσα και επιμένοντας σε ορισμένα σημεία κλειδιά της πολιτικής θεωρίας του ΡΚΚ και του Άπο, να πείσει τον αναγνώστη ότι το Κομπάνι θα είναι η πρωτεύουσα της ελεύθερης Ροτζάβα, της υπαρκτής Ουτοπίας (καθαρά και αποκλειστικά δικός μου χαρακτηρισμός), όχι του Μάρξ αλλά του Οτσαλάν. Δεν πιστεύω ότι το πράττει αυτό τόσο για λόγους ιδεολογικής κατήχησης της Δύσης αλλά περισσότερο για να δικαιολογήσει το ταξίδι του στη Συρία και την εμπλοκή του σε έναν πόλεμο, του οποίου δεν αποτελούσε μέρος. Κατά τη γνώμη μου, η αποτροπή επικράτησης του Κακού το οποίο προσωποποιείται στον ISIS θα αρκούσε!
Ένα ακόμη σημείο το οποίο θα πρέπει να τονίσουμε είναι η παντελής απουσία από πλευράς του συγγραφέα, οποιουδήποτε διαχωρισμού των Κούρδων, πλην της- τωρινής- χώρας προέλευσής τους. Κάνει λόγο δηλαδή για Κούρδους από το Ιράκ, τη Συρία, την Τουρκία και το Ιράν, σε πλήρη εναλλαγή με νότιο, δυτικό, βόρειο και ανατολικό Κουρδιστάν. Δεν αναφέρεται ποτέ σε διαφορετικές διαλέκτους ή οργανώσεις και εν με΄ρει αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό καθώς σκοπός του είναι να προβάλλει την υπερεθνική ένωση σε κάτι ανώτερο που θα πάρει σάρκα και οστά στη Ροτζάβα, και θα είναι πολιτικό παιδί του ΡΚΚ. Προσωπικά θεωρώ ότι η επίτευξη ενός τέτοιου εγχειρήματος, έχοντας τονίσει τα εθνολογικά χαρακτηριστικά των Κούρδων- οι οποίοι μιλάνε περισσότερες γλώσσες απ’όσες έχει μεταφραστεί το εν λόγω βιβλίο- θα έδινε παραπάνω αίγλη στο τελικό αποτέλεσμα. Μπορώ όμως να κατανοήσω γιατί ο συγγραφέας επιθυμεί να δείχνει ενωτικός και να αφήνει τις διαφορές μεταξύ Κούρδων στην περιφερειακή όραση του αναγνώστη.
Συνολικά λοιπόν, έχουμε ένα λογοτεχνικό αυτοβιογραφικό πόνημα το οποίο αποτελεί την καταγραφή της μέχρι τώρα ζωής ενός αφοσιωμένου στελέχους του ΡΚΚ το οποίο ενώ είναι στρατευμένο πολιτικά στον υπέρτατο στόχο της Ροτζάβα, στρατεύτηκε με τον YPG για να συμμετάσχει στη σωτηρία ενός μέρους που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα χώρο πολιτιστικής κληρονομιάς για τους Κούρδους και το οποίο βρισκόταν υπό πολιορκία από την Απόλυτη έκφραση του Κακού που έχει γνωρίσει η εποχή μας. Κι ενώ διαφωνώ ή βρίσκω ουτοπικά πολλά από όσα αναφέρει ο συγγραφέας για τα διδάγματα του Άπο, είμαι σύμφωνος με τον Ed Nash ο οποίος έγραψε πολύ εύστοχα ότι
«[…] προτιμώ τον πολιτικό φανατισμό του 17ου αιώνα των Κούρδων από τον θρησκευτικό φανατισμό του 7ου αιώνα των ισλαμιστών! […]»