Τρεις ομάδες δολιοφθορέων εκτελέστηκαν σαν σήμερα. Σαν σήμερα, πριν από 73 χρόνια, εκτελέστηκαν ο Μανώλης Πετράκης, ο Νίκος Βοριάς, ο Στάθης Βουκελάτος, ο Σταύρος Μαυρομμάτης και ο Παναγιώτης Γκλουζίκος. Άραγε πόσο επίκαιρη παραμένει η θυσία τους;
Ο Μανώλης Πετράκης και ο γείτονάς του Νίκος Βοριάς είχαν γνωριστεί πολύ πριν την Κατοχή. Εσωτερικοί μετανάστες και οι δύο, ο ένας από την Κρήτη ο άλλος από τη Χίο, εργάζονταν ως απλοί εργάτες στον Πειραιά. Ο Μανώλης είχε χάσει τη σύζυγό του εξ αιτίας μία καρδιακής ασθένειας (η οποία επιδεινώθηκε ραγδαία λόγω της πείνας), σχεδόν έξι μήνες πριν. Οι δύο του κόρες, η Ελένη και η Μαρία ήταν ό,τι εξ αίματος συγγενείς είχε στον κόσμο αυτόν. Και διευκρινίζεται η εξ αίματος συγγένεια γιατί είχε κι έναν αδελφό, με τον οποίο όμως δεν συγγένευαν. Ήταν ο Νίκος Βοριάς ο οποίος ήταν παντρεμένος αλλά δεν είχε παιδιά. Οι δύο οικογένειες είχαν βρει όσα τους έλειπαν, η μία στην άλλη. Κι ενώ δεν είχαν χρήματα και οι συνθήκες δεν επέτρεπαν περισσότερα, είχαν η μία, τη συμπαράσταση της άλλης.
Λέγεται πως οι δύο άνδρες ανέπτυξαν αντιστασιακή δράση σχεδόν τυχαία, σε μία συμπλοκή που είχαν με Ιταλούς. Επιστρέφοντας ένα βράδυ του Μαΐου- μετά την ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας- στο σπίτι τους στην οδό Χίου στον Αγ. ιωάννη Ρέντη, έπεσαν σε περίπολο Ιταλών καραμπινιέρων οι οποίοι, όπως αναμενόταν, τους στρίμωξαν. Γιατί γυρνάνε τέτοια ώρα, τι δουλειά έχουν εκεί, δεν υπάρχουν σπίτι εκεί και άλλες τέτοιες ερωτήσεις. Ο Νίκος και ο Μανώλης είχαν πάνω τους από ένα πιστόλι ο καθένας. Με μία κοφτή κίνηση τράβηξαν τα πιστόλια τους, πυροβόλησαν προς την περίπολο και το έβαλαν στα πόδια. Από καθαρή τύχη- ή ατυχία- δεν βρήκαν στόχο. Λίγες μέρες αργότερα, Γερμανοί στρατιώτες έφτασαν στη μάντρα που εκτελούσε χρέη σπιτιού του Πετράκη. Βρήκαν τον Πετράκη εκεί και το πιστόλι του. Τον συνέλαβαν αμέσως παρά τις αντιδράσεις των κοριτσιών του που έπεσαν πάνω στους στρατιώτες, τους κλωτσούσαν, τους δάγκωναν… Αλλά ήταν άνισες μάχες. Ένας στρατιώτης τράβηξε τη μία από την πλάτη του «συμπολεμιστή» του, την ίδια ώρα που ένας τρίτος στρατιώτης χτυπούσε τη μικρότερη από τις δύο κόρες στο κεφάλι με το κοντάκι του όπλου του. Ένα χτύπημα ήταν αρκετό για να τη ζαλίσει και να χάσει την ισορροπία της. Και σχεδόν ταυτόχρονα, βρέθηκαν και τα δύο κορίτσια, ανάσκελα στο χώμα, λίγα εκατοστά από τις ξιφολόγχες των γερμανικών όπλων. Και έμειναν ακίνητα.
Οι Γερμανοί, αφού πέρασαν χειροπέδες στον Πετράκη, πήγαν στο διπλανό χαμόσπιτο- δεν μπορεί να περιγραφεί αλλιώς- όπου βρήκαν και το πιστόλι του Βοριά. Ο Βοριάς όμως πουθενά. Ούτε η σύζυγός του ήταν εκεί. Περίμεναν λίγη ώρα κρυμμένοι πίσω από έναν μαντρότοιχο μέχρι να επιστρέψει και ο Βοριάς. Χωρίς ενημέρωση από κανέναν, ο Βοριάς γύρισε σπίτι όπου τον περίμεναν να εμφανιστεί οι Γερμανοί. Χωρίς περιθώρια αντίδρασης, ο Βοριάς απλά σήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε.
Δικάστηκαν από το Γερμανικό Στρατοδικείο και εκτελέστηκαν σαν σήμερα 8/7 για οπλοφορία και οπλοκατοχή.
Την παραμονή της εκτέλεσής του, ζήτησε από μία αδερφή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού με το επώνυμο Σιφναίου, να φροντίσουν τις κόρες του, διότι δεν υπήρχε κανείς να τις προστατεύσει. Πράγματι, κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού πήγε στη μάντρα στο τέρμα της οδού Χίου στου Ρέντη όπου βρήκαν τα δύο κορίτσια ηλικίας 13 και 8 ετών σε μία κατάσταση η οποία χαρακτηρίστηκε στα έγγραφα του οργανισμού ως «ημιάγρια»! Επειδή και τα δύο κορίτσια έπασχαν από τράχωμα, δεν μπορούσαν να τοποθετηθούν σε ορφανοτροφείο καθώς υπήρχε σοβαρός κίνδυνος μετάδοσης της νόσου και στα υπόλοιπα παιδιά. Συνδυάζοντας την περιγραφή «ημιάγρια» και τις συνθήκες διαβίωσης οι οποίες οδηγούν σε τράχωμα, μπορούμε να καταλάβουμε κάτω από τι συνθήκες ζούσαν τα παιδιά αυτά.
Αναφέρεται ότι η μεγαλύτερη από τις δύο αδερφές, η Ελένη προσεβλήθη από ασθένεια της καρδιάς και πέθανε τον Φεβρουάριο του 1944 στον Ευαγγελισμό αν και είναι πολύ πιθανό, ο μολυσματικός παράγοντας που είχε προκαλέσει το τράχωμα να προσέβαλε την καρδιά του κοριτσιού. Τη μικρότερη από τις δύο κόρες, την 8χρονη Μαρία, ανέλαβε να φροντίζει η χήρα του Βοριά, μετά τον θάνατο της αδερφής της…
Στις 10 Ιουλίου, δύο ημέρες μετά την εκτέλεση των Βοριά και Πετράκη, ανακοινώθηκε από τον τύπο η εκτέλεση άλλων τριών αντιστασιακών σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις- η πρώτη αφορούσε τον Στάθη Βουκελάτο και τον Σταύρο Μαυρομμάτη. Καταδικάστηκαν σε θάνατο από το Ιταλικό Στρατοδικείο στις 3/7 αφού είχαν συλληφθεί «δια σαμποτάζ εις τηλεγραφικάς και τηλεφωνικάς στρατιωτικάς γραμμάς». Ο 21χρονος Βουκελάτος ήταν ηλεκτρολόγος και προστάτης οικογενείας. Είχε υπό την προστασία του την ανήμπορη γιαγιά του, τον κατάκοιτο πατέρα του και πέντε ανήλικα αδέλφια. Ο συνομήλικός του Μαυρομμάτης, σοβατζής στο επάγγελμα, άφηνε πίσω τη σύζυγό του και πέντε ανήλικα παιδιά.
Η δεύτερη περίπτωση αφορούσε τον Παναγιώτη Γκλουζίκο. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της 10ης Ιουλίου, ο Γκλουζίκος συνελήφθη την 8η Ιουλίου, επ’ αυτοφόρω να προσπαθεί να παγιδεύσει με εκρηκτικά τη σιδηροδρομική γραμμή στην περιοχή της Κορίνθου. Σύμφωνα με το δημοσίευμα επίσης, εξετελέσθη επί τόπου. Μη νομίζετε όμως ότι στήθηκε κάποιου είδους απόσπασμα και τον εκτέλεσαν. Όχι. Απλά ο σκοπός που τον εντόπισε, του φώναξε να σταματήσει αυτό που κάνει. Ο Γκλουζίκος δεν υπάκουσε. Αντίθετα, επιτάχυνε τις συνδέσεις που έκανε. Ο σκοπός φώναξε ξανά ενώ κατέβαζε το όπλο του από τον ώμο που το είχε στο ‘αναρτήσατε’. Ο Γκλουζίκος ούτε καν κοίταξε. Ο σκοπός όπλισε και φώναξε τρίτη φορά. Πριν καν κοπάει η ηχώ από τη φωνή του σκοπού, ακούστηκε η «φωνή» του Καρκάνο. Και ο Γκλουζίκος, χτυπημένος στην κοιλιά, απλά κουλουριάστηκε και γύρισε ανάσκελα στις γραμμές που είχε επιχειρήσει να ανατινάξει.
Οι πέντε εκτελεσθέντες της σημερινής ημέρας είναι οι πρώτοι που εκτελέστηκαν στην Αθήνα μετά τον Κομνηνό στις 2/7/1942. Και εξακολουθούν να είναι επίκαιροι γιατί οι οικογένειες που άφησαν πίσω, ήταν οικογένειες που ζούσαν στη φτώχεια, με πολλές δυσκολίες επιβίωσης, στερούμενες ακόμη και βασικών συνθηκών υγιεινής, κάποιες φορές. Κι όμως, αποτέλεσαν μέρος της αντίστασης. Και θεωρώ πως αυτό λέει πολλά!