Έτρεξα φέτος για δεύτερη χρονιά στα 10 χιλιόμετρα του Κλασικού Μαραθωνίου Αθηνών με την ομάδα της Φρουράς. Άλλη μια συμμετοχή έχω στα 5 του ημιμαραθωνίου και ευελπιστώ το 2014 να έχω συμπληρώσει τα χιλιόμετρα ενός πλήρους μαραθωνίου, πριν ξεκινήσω για να συμμετάσχω σε αυτήν καθ αυτήν την κλασική διαδρομή…
Έχοντας ξεμείνει από δυνάμεις προς το τέλος της διαδρομής, προσπαθείς να βρεις εκείνο το ρημάδι που λέγεται τελευταίο ίχνος αντοχών για να κάνεις περήφανους όλους εκείνους που με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, στηρίζονται σε σένα. Η πιο καλή λύση, είναι συνήθως κάποιος με τον οποίο θα τρέξετε δίπλα- δίπλα.
Την πρώτη φορά, βρήκα έναν συνεύζωνα με τον οποίο τρέξαμε μαζί τα τελευταία περίπου 2 χιλιόμετρα. Είπαμε να ανοίξουμε σε σπριντ στα τελευταία μέτρα από το Προεδρικό Μέγαρο και μέχρι το Καλλιμάρμαρο. Δε θα μπορούσα να το είχα κάνει αν δεν ήταν εκείνος εκεί μαζί μου. Κι όμως… Εκείνος σταμάτησε το σπριντ και καθώς με την άκρη του ματιού μου τον έβλεπα να μένει πίσω, τον άκουγα να μου φωνάζει να συνεχίσω. Και έδινα καύσιμο στον ανθρωπολέβητα, κι ένιωθα τα πόδια μου πιστόνια πάνω στην άσφαλτο μέχρι τον τερματισμό. Τον περίμενα στο τέρμα και τον ευχαρίστησα. Η πιο θερμή χειραψία μεταξύ «αγνώστων»- ορθότερα, μεταξύ Φρουρών «αγνώστων».
Λίγους μήνες μετά, στα 5 χιλιόμετρα του ημιμαραθωνίου, βρήκα έναν άλλον συνεύζωνα ο οποίος φαινόταν κι εκείνος να ξεμένει από καύσιμα. Κόλλησα δίπλα του. Δεν τον άφησα να μείνει πίσω. Ο τερματισμός μας έφερνε μπροστά από το Μνημείο. Δεν μπορούσαμε να πάμε περπατώντας εκεί. Τι θα έλεγε ο Άγνωστος; Λίγα ακόμη μέτρα. Στην ευθεία του Ζαππείου. Λίγο πιο κάτω από τα 30 λεπτά. Πάμε να προλάβουμε του λέω και ανοίγουμε τις μανέτες μας. Εγώ όμως μένω πίσω. Σαν ένας τεράστιος και συνάμα αόρατος γίγαντας να με τραβάει πίσω. «Φύγε! Φύγε!» του φωνάζω κι εκείνος προχωράει μπροστά! Περνάει τη γραμμή του τερματισμού οριακά κάτω από το άτυπο όριο των 30 λεπτών που είχαμε θέσει και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα- κι εγώ κάτω από το χρονικό μας όριο- περνώ κι εγώ τη γραμμή. Μου προτείνει το χέρι, του το δίνω ευχαρίστως κι εκείνος με αγκαλιάζει και μου λέει με τη χαρακτηριστική ελικρίνεια που αντηχεί σε κάθε πρόταση που έχει στερέψει από οξυγόνο «Για σένα το ‘κανα! Εσύ με έκανες να τρέξω! Σε ευχαριστώ κομάντο!»
Πέρασαν λίγοι μήνες και στα χέρια μου έπεσε η φωτογραφία ενός πεζοναύτη των USMC, ο οποίος έτρεχε μαζί με ένα αγοράκι, μαθητή δημοτικού ο οποίος είχε μείνει πίσω. Και οι δύο έτρεχαν στον φιλανθρωπικό αγώνα 10 χλμ της πόλης στην οποία ζει ο μαθητής και είναι σταθμευμένη και η μονάδα του εν λόγω Πεζοναύτη. Κάθε ομάδα συγκέντρωνε χρήματα για διαφορετικό φιλανθρωπικό σκοπό. Η ομάδα των Πεζοναυτών έτρεχε με πλήρη φόρτο, προκειμένου να συγκεντρώσουν χρήματα για να ενισχύσουν έναν συνάδελφο ανάπηρο πολέμου και την οικογένεια ενός άλλου που έπεσε εν ώρα καθήκοντος. Το αγοράκι είχε μείνει πίσω από την υπόλοιπη τάξη του και ζήτησε από τον νεαρό πεζοναύτη να μείνει μαζί του να τρέξουν παρέα. Ο πεζοναύτης είπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πράξει αλλιώς. Είναι γνωστό ότι δεν αφήνουν ποτέ κανέναν πίσω. Αλλά πιο σημαντικό ακόμη, για μένα, τι εικόνα δημιουργήθηκε στο μυαλό αυτού του παιδιού για τον πεζοναύτη και το εκτόπισμά του…
Και ήρθε ο Νοέμβριος τον οποίο περιμέναμε από πέρυσι. Πιο εύκολη η φετινή διαδρομή, πιο δύσκολος όμως ο αγώνας γιατί δεν είχαμε κάνει παρά ελάχιστη προετοιμασία. Ήμασταν που ήμασταν, βαρύναμε και λίγο παραπάνω, τέλος πάντων τα καταφέραμε. Κάπου στο 6ο προς 7ο χιλιόμετρο ήταν που ενσωματώθηκα στο παρεάκι δύο αδελφών εν όπλοις. Και τρέχαμε μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο, σε έναν πυκνό ζυγό. Επειδή τους παρότρυνα, δεν μπορούσα να φανώ ότι σταματώ εγώ, κι έτσι παρέμενα υποχρεωμένος να συνεχίσω. Παρομοίως κι εκείνοι. Φτάσαμε μέχρι λίγο πριν το τέλος. Εκεί κάπου μετά το Προεδρικό Μέγαρο είπαμε ότι πρέπει να ανοίξουμε. Και ο ένας από μας άνοιξε τον ρυθμό και τον διατήρησε. Οι άλλοι δύο γυρίσαμε στον πρηγουμένως διατηρηθέντα ρυθμό. Όμως τερματίσαμε και σε αξιοπρεπή χρόνο.
Καταφέραμε να κάνουμε καλύτερο χρόνο από πολλούς. Χειρότερο από επίσης πολλούς αλλά τα βάλαμε με τον ευατό μας και βγήκαμε από πάνω. Φεύγοντας από το Παναθηναϊκό Στάδιο με το βαρύτιμο μάρμαρο πάνω στο οποίο έχουν πατήσει γενιές και γενιές αθλητών και πρωταθλητών, χαθήκαμε μέσ’ στον κόσμο- δεν είναι και δύσκολο-. Βρεθήκαμε ξανά τυχαία στην Βασιλίσσης Σοφίας και άκουσα τον έναν να φωνάζει «Γειά σου άρχοντα! Γειά σου εμψυχωτή μου!»! Μου αρκούσαν αυτές οι κουβέντες. Δεν ήθελα κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή.
Είναι αναμφίβολα, πολύ σημαντικό να ξεπερνάς τον εαυτό σου όταν κάνεις κάτι. Μήπως όμως τελικά, όταν βοηθάς και κάποιον άλλον να ξεπεράσει τον εαυτό του αντί απλά να τον προσπερνάς, ξεπερνώντας δηλαδή τον εγωισμό και τις μικρότητες του αδύναμου εαυτού σου, χαλυβδώνεσαι προκειμένου να συνεχίσεις την όποια ανηφόρα εσύ έχεις επιλέξει;
Τον Μάρτιο στον ημιμαραθώνιο θα έχω καλύτερο στατιστικό δείγμα. Θα σας πω τότε την απάντηση. Εκεί όμως θα έχω κι έναν… μικρότερο λόγο για να ξεπεράσω τον εαυτό μου…